αμόνοιαστος

αμόνοιαστος
-η, -ο
αυτός που δε μονοιάζει μ' άλλον, ο δύστροπος: Ζούσε με την πεθερά της, αλλά ήταν αμόνοιαστες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμόνοιαστος — η, ο [μονοιάζω] αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”